υποκίτρινος

υποκίτρινος
-η, -ο, Ν
λίγο κίτρινος, κιτρινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Θ. Ηλιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… …   Dictionary of Greek

  • κερώνω — [κερί] 1. επαλείφω με κερί, κηρώνω* 2. πήζω, στεγνώνω όπως το κερί 3. μτφ. κιτρινίζω, γίνομαι χλομός, ωχρός, υποκίτρινος σαν κερί από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα, αποσβολώνομαι («μόλις μέ είδε μπροστά του, κέρωσε») 3. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε κερί ή… …   Dictionary of Greek

  • κιτρινωπός — ή, ό [κίτρινος] λίγο κίτρινος, υποκίτρινος …   Dictionary of Greek

  • σαργός — (sargus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων, της υπόταξης των περκοειδών. Περιλαμβάνει είδη μικρών και μεγάλων ψαριών, τα οποία αφθονούν στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό. Έχουν σώμα σχεδόν ωοειδές,… …   Dictionary of Greek

  • υπομήλινος — ον, Α κάπως κίτρινος, υποκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μήλινος «αυτός που έχει το χρώμα τού μήλου ή τού κυδωνιού»] …   Dictionary of Greek

  • υπομηλίζω — Α είμαι κάπως κίτρινος, είμαι υποκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μηλίζω «ἔχω κιτρινωπό χρώμα»] …   Dictionary of Greek

  • υπόκιρρος — ον, Α υποκίτρινος, κιτρινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κιρρός «κιτρινωπός»] …   Dictionary of Greek

  • φορστερίτης — Ορυκτό, πυριτικό άλας του μαγνησίου, με τον χημικό τύπο Mg 2SiO4 του ρομβικού συστήματος. Ανήκει στην ομάδα του ολιβίνου. Είναι άχρωμος, λευκός, πράσινος, υποκίτρινος και καφετής και απαντά σε μικρούς κρυστάλλους και σε κόκκους. * * * ο, Ν 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”